- χαρτοπώλης
- οπωλητής χαρτιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαρτοπώλης — ο, ΝΜΑ πωλητής χαρτιού νεοελλ. ιδιοκτήτης χαρτοπωλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρτης + πώλης*] … Dictionary of Greek
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
βιβλιοχαρτοπώλης — ο ιδιοκτήτης βιβλιοχαρτοπωλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + χαρτοπώλης. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
χαρτάριος — και χαρτάρις, ὁ, Α 1. χαρτοπώλης 2. χαρτουλάριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. chartarius < χάρτης] … Dictionary of Greek
χαρτοπράτης — ὁ, ΜΑ χαρτοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρτης + πράτης (< πράτης < θ. πρα τού πέρνημι* «πουλώ»), πρβλ. ἀρτο πράτης, οἰνο πράτης] … Dictionary of Greek
χαρτοπωλείο — το, Ν κατάστημα όπου πωλούνται χαρτικά και γραφική ύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτοπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. χαρτοπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek